Ο πρωτοστάτης ξαναχτυπά!
Για αρκετές δεκαετίες τα pick-up -ή αγροτικά όπως τα μάθαμε στην Ελλάδα- ήταν ξεκάθαρα εργαλεία δουλειάς, για όσους η κύρια απασχόλησή τους είχε να κάνει με την εκμετάλλευση της φύσης και ειδικότερα της γης…
Όλα αυτά μέχρι προ δεκαετίας, αφού το 2010 η Volkswagen αποφάσισε να ξεφύγει από τη μοναδική αυτή χρησιμότητα των συγκεκριμένων οχημάτων και να τους προσδώσει πολιτισμένες αρετές που έβρισκε κανείς σε συμβατικά SUV, με αποτέλεσμα να πρωτοστατήσει…
Ο πρωτοστάτης λοιπόν, που ακούει στο όνομα Amarok, ήταν το πρώτο pick-up που -εκτός των εξαιρετικών εκτός δρόμου ικανοτήτων- ήταν πολιτισμένο, άνετο και σχετικά πολυτελές, τη στιγμή που μπορούσε να κινείται εντός ασφάλτου όπως ένα αντίστοιχου μεγέθους SUV! Περίπου…
Αυτό έκανε το Amarok να δημιουργήσει το δικό του φανατικό κοινό (περισσότερες από 830.000 πωλήσεις είναι αυτές) και να αποτελέσει το έναυσμα για τον εκπολιτισμό των υπολοίπων ανταγωνιστών, με αποτέλεσμα να μην θεωρείται υπερβολή ο χαρακτηρισμός «θρύλος» για αυτό στον κόσμο των pick-up, ακόμα κι αν υπάρχει στην αγορά μόνο μια δεκαετία περίπου…
Μάλιστα, από τότε -και μέχρι το 2020- η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν έκανε καμία αναφορά και «κίνηση» για ουσιαστική ανανέωση και πέρασμα αυτού σε μια δεύτερη, νέα, γενιά, με αποτέλεσμα το μεγάλο αυτό κενό να δώσει τον απαραίτητο χώρο στον ανταγωνισμό να αναπτυχθεί και το φανατικό κοινό του να αγωνιά για το μέλλον του μοντέλου.
Επομένως, η επιστροφή του Amarok είναι ευπρόσδεκτη, παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά το έναυσμα της δημιουργίας του υπόκειται στην πρόσφατη συνεργασία της Volkswagen με την Ford σε επίπεδο επαγγελματικών οχημάτων.
Βλέπετε, το Amarok είναι ένα από τα πρώτα προϊόντα αυτής της συνεργασίας, από τα πολλά που θα δούμε τα επόμενα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι το νέο Amarok είναι επί της ουσίας ένα Ranger (κατασκευάζονται μάλιστα στο ίδιο εργοστάσιο, στη Νότια Αφρική) και μοιράζονται κινητήρες, κιβώτια και άλλα μηχανικά μέρη, ακόμα και αν εξωτερικά έχουν ίδια μόνο τα περιγράμματα των καθρεπτών, την οροφή και τις χειρολαβές, με αποτέλεσμα να δείχνουν τελείως διαφορετικά…
Επ’ αυτού μάλιστα, οι σχεδιαστές της Volkswagen θέλοντας το νέο Amarok να συνδέεται με αυτό της πρώτης γενιάς, διατήρησαν τις δυο χρωμιωμένες λωρίδες στη μάσκα, τους ογκώδης και τετραγωνισμένους θόλους, το μεγάλο σήμα της εταιρείας στην πόρτα της καρότσας και τον νικελωμένο πίσω προφυλακτήρα, τη στιγμή που του έδωσαν τον απαραίτητο δυναμισμό και φρεσκάδα, ώστε να μπορεί να ενσωματώνει τη σημερινή αισθητική, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι παραπάνω από εντυπωσιακό.
Αντίστοιχα με την εξωτερική εμφάνιση, αλλαγμένες είναι και οι διαστάσεις καθώς πλέον το Amarok μεγάλωσε κατά 96 χλστ. σε μήκος (αγγίζει τα 5,35 μ.!), και κατά 54 χλστ. σε ύψος (1,9 μ.), ενώ πλέον το μεταξόνιο αγγίζει τα 3.270 χλστ. (από τα 3.097 του πρώτου Amarok).
Αυτό, πέρα από την αυξημένη ευρυχωρία στην καμπίνα που θα δούμε παρακάτω, έχει ως αποτέλεσμα και τη μείωση των προβόλων και αντίστοιχα τη βελτιωμένη ικανότητα χρήσης εκτός δρόμου, καθώς οι γωνίες κλίσης του Amarok αυξήθηκαν σε έως 30 μοίρες (μπροστά) και 26 μοίρες (πίσω).
Εξίσου βελτιωμένος είναι και ο χώρος φόρτωσης, που χάρη στο αυξημένο κατά σχεδόν 150 κιλά ωφέλιμο φορτίο (έως 1,19 τόνους), τους 3,5 τόνους της δυνατότητας έλξης και την πιο μελετημένη καρότσα, κάνουν το Amarok τον ιδανικό «συνεργάτη» για μεταφορά μεγάλων και βαρέων αντικειμένων.
Πιστό στην αρχική ιδέα…
Το Amarok -όπως προαναφέραμε- ήταν το πρώτο pick-up που προσέγγισε με το εσωτερικό του ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό και η δεύτερη γενιά του συνεχίζει αυτή την παράδοση.
Έτσι λοιπόν και σ’ αυτό, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα μοντέρνο και premium SUV, με τα επενδυμένα -με δέρμα- τμήματα, την πολύ καλή συναρμογή και την άφθονη τεχνολογία να συντελούν σε αυτό.
Αναφορικά με την τελευταία, τις εντυπώσεις κλέβει τόσο ο ψηφιακός πίνακας των 12,3 ιντσών, όσο φυσικά και η τεράστια, κατακόρυφα τοποθετημένη οθόνη αφής των 12 ιντσών για το infotainment, που φυσικά θυμίζει την αντίστοιχη του τελευταίου Ranger, αφού χρησιμοποιεί και το πιο πρόσφατο λειτουργικό σύστημα Sync 4A της Ford (με γραμματοσειρές της VW όμως!). Είπαμε, ε, είναι προϊόν συνεργασίας…
Κάτι που φαίνεται άλλωστε και από την επένδυση της οροφής, τις εσωτερικές χειρολαβές των θυρών, το κλειδί και φυσικά τον επιλογέα ταχυτήτων και τον αντίστοιχο για τις επιλογές της τετρακίνησης.
Από εκεί και πέρα όμως, στο Amarok -αντιθέτως με το Ranger- κάτω από την πληθωρική οθόνη υπάρχουν και φυσικοί διακόπτες για τα επιλέξιμα προφίλ οδήγησης (Normal, Eco, Tow/Haul, Slippery, Mud/Ruts και Deep Snow/Sand), το κεντρικό μενού, τα συστήματα ασφάλειας και υποστήριξης οδηγού, τις περιμετρικές κάμερες των 360 μοιρών και φυσικά για την αυξομείωση της έντασης του ήχου, πράγμα άκρως εύχρηστο, ειδικά όταν βρίσκεσαι εν κινήσει.
Όπως εύχρηστα είναι και τα δύο ντουλαπάκια (επάνω και κάτω) μπροστά από τον συνοδηγό, οι ποτηροθήκες στην κονσόλα, το βαθύ υποβραχιόνιο, οι μεγάλες θήκες στις πόρτες και φυσικά η μεγάλη θήκη εμπρός του επιλογέα ταχυτήτων, που εφοδιάζεται και με ασύρματη φόρτιση κινητού, πέρα από τις υποδοχές USB-C και USB-A.
Από άποψη χώρων τώρα, η αύξηση του μεταξονίου έχει σημαντικές επιπτώσεις και στον παρεχόμενο εσωτερικό χώρο της καμπίνας, με τους πιο κερδισμένους να είναι οι πίσω επιβάτες. Αυτοί μπορεί να κάθονται λίγο πιο κάθετα απ΄ ότι σε έναν συμβατικό SUV, αλλά έχουν πραγματικά έναν αξιοπρεπή χώρο για τα πόδια και το κεφάλι τους, πράγμα που δεν συνηθίζεται σε αντίστοιχα μοντέλα της κατηγορίας.
Με τέσσερις ή έξι κυλίνδρους!
Οι επιλογές κινητήρα για το Volkswagen Amarok είναι οι δύο από αυτές που τροφοδοτούν και το νέο Ford Ranger, με την πρώτη να είναι τετρακύλινδρη και τη δεύτερη εξακύλινδρη, με κοινό παρονομαστή το πετρέλαιο.
Αρχίζοντας από τη μικρότερη, την τετρακύλινδρη, αυτή είναι 2,0 λίτρων και αποδίδει 205 ίππους με 500 Nm ροπής και συνεργάζεται με ένα αυτόματο κιβώτιο 10 σχέσεων της Ford, όπως φυσικά και η μεγαλύτερη έκδοση με τον εξακύλινδρο σε V πετρελαιοκινητήρα.
Ο τελευταίος αποδίδει 240 ίππους με 600 Nm ροπής και ευτυχώς ήταν και αυτός που τροφοδοτούσε το κόκκινο Amarok της σύντομης οδηγικής εμπειρίας μας…
Και λέμε ευτυχώς καθότι είναι ακόμα νωπές οι μνήμες μας από το προηγούμενο V6, που σε κάθε πάτημα του γκαζιού ήταν ικανό να «ξηλώσει» την άσφαλτο!
Όπως φυσικά συμβαίνει και σ’ αυτό, που χαρακτηρίζεται περισσότερο για την άφθονη δύναμη και λιγότερο για την εκρηκτικότητα του, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο κιβώτιο ταχυτήτων που λόγω των πολλών σχέσεων μπορεί σε οποιοδήποτε kick-down να χρειαστεί να κατεβάσει ακόμα και τρεις ταχύτητες για να επιταχύνει, με αποτέλεσμα να υστερεί λίγο σε χρόνο και να απαιτεί περισσότερη εξοικείωση και προγραμματισμό πριν την επόμενη προσπέραση, καθώς δεν διαθέτει paddles ή την επιλογή αλλαγή ταχύτητας από τον λεβιέ, αλλά από δύο μικρά πλαϊνά κουμπιά σε αυτόν…
Κάτι επίσης που απαιτεί εξοικείωση είναι και οι ταλαντώσεις που κάνει το αμάξωμα στις εγκάρσιες ανωμαλίες όταν είναι άδεια η καρότσα (όπως στα περισσότερα pick-up), με αποτέλεσμα να σου δημιουργεί την αίσθηση ότι «πλέει» και ότι χρειάζεσαι κάποια μέτρα ακόμη για να σταθεροποιηθεί ξανά.
Βέβαια, στις στροφές, είναι πολύ καλύτερη η κατάσταση, γιατί όπως και το στενά συνδεδεμένο Ranger, αψηφά το αυξημένο ύψος και χάρη στο ακριβές τιμόνι καταφέρνει να σου προσδώσει τη σιγουριά που χρειάζεσαι για να κινηθείς σχετικά σβέλτα (αναλογιζόμενος πάντα τη φύση της κατασκευής), τη στιγμή που η εκπληκτική ηχομόνωση καταφέρνει και κρατάει έξω από την καμπίνα τόσο τους αεροδυναμικούς θορύβους, όσο και τους αντίστοιχους που προέρχονται από την τραχύτητα του οδοστρώματος.
Εκτός της πεπατημένης τώρα, το μικρό χρονικό διάστημα (μόλις δυο μέρες) που είχαμε το αυτοκίνητο στην κατοχή μας, δεν μας έδωσε μεγάλα περιθώρια για μια εκτενή δοκιμή εκτός δρόμου (θα επανέλθουμε όμως), αλλά από τη σύντομη εκτός δρόμου εξόρμησή μας στα πέριξ της Θεσσαλονίκης, υποπτευόμαστε ότι δύσκολα θα βρεθεί διαδρομή που θα δυσκολέψει το νέο Amarok και αν αυτό συμβεί, θα γίνει μόνο και μόνο από τον αυξημένο όγκο του, αφού πέρα από τα off road προγράμματα οδήγησης (Slippery, Mud/Ruts και Deep Snow/Sand) που προαναφέραμε, έχει έλεγχο σε ανηφόρα, αυτόματη κατάβαση, κλείδωμα πίσω διαφορικού, «αργά» και ένα ύψος βύθισης που αγγίζει τους 80 πόντους!
Με άλλη βαρύτητα…
Όταν ένα μοντέλο με σχετικά μικρή ιστορία (μόλις 12 χρόνια) και μόλις μία γενιά στην αγορά έχει καταφέρει να γράψει το όνομά του με φαρδιά γράμματα στην αυτοκίνηση και να «την μπει» σε κατασκευαστές (κυρίως ιαπωνικής προελεύσεως) που μετρούν σχεδόν μισό αιώνα στις αντίστοιχου είδους κατασκευές, αυτομάτως σε κάνει να προσπερνάς τους λόγους της καθυστέρησης της νέας γενιάς και τα περί συνεργασίας δημιουργήματα κτλ., και να χαίρεσαι με την επιστροφή…
Και ναι το Amarok, είναι εδώ σε τέσσερις διαθέσιμες εκδόσεις (Life, Style, Panamericana και Aventura), για να ανεβάσει ένα επίπεδο την κατηγορία και φυσικά να κερδίσει το χαμένο έδαφος που του αναλογεί, ακόμα και αν για μια μεσαία έκδοση (όπως αυτή της δοκιμής) απαιτεί 55.000 ευρώ (από 48.200 ευρώ)!
Εξάλλου ούτε το Amarok πρώτης γενιάς ήταν φτηνό…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γιώργος Καραγιωργάκης
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ |
3.0 TDI V6
|
Καύσιμο |
Πετρέλαιο
|
Χωρητικότητα(κ.εκ.) |
2.996
|
Μεγ. Ισχύς(ίπποι/σ.α.λ.) | 240/3250 |
Μεγ. Ροπή(Nm/σ.α.λ.) |
600/1750-2250
|
ΑΝΑΡΤΗΣΗ | |
Εμπρός |
Γόνατα ΜακΦέρσον
|
Πίσω |
Άκαμπτος άξονας
|
ΜΕΤΑΔΟΣΗ | |
Κίνηση |
Επιλεκτική τετρακίνηση
|
Κιβώτιο |
Αυτόματο 10 σχέσεων
|
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ-ΒΑΡΗ | |
ΜήκοςXπλάτοςXύψος(χλστ.) |
5350x1910x1884
|
Μεταξόνιο(χλστ.) |
3270
|
Βάρος(κιλά) |
2423
|
Ωφέλιμο φορτίο(κιλά)
|
1190
|
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ | |
0-100 χλμ./ώρα (δευτ.) | 8,8 |
Τελική ταχύτητα(χλμ./ώρα) | 180 |
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ(λίτρα/100χλμ.)-ΡΥΠΟΙ(γρ./χλμ.) | |
Μέση τιμή κατασκευαστή |
10,3
|
Εκπομπή CO2 | 270 |
ΤΙΜΗ(ευρώ) | |
Βασικής έκδοσης |
48.200
|